- ληστοτρόφος
- ο (Α λῃστοτρόφος, -ον)αυτός που τρέφει ή περιθάλπει ληστές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -τρόφος (< τρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληστοτροφώ — λῃστοτροφῶ, έω (Α) [ληστοτρόφος] τρέφω, περιποιούμαι, περιθάλπω ληστές … Dictionary of Greek